Monday, February 26, 2007

Η είσοδος

Η είσοδος του Κτίσματος είναι το σημείο που εξετάζει λεπτομερειακά και εκτεταμένα το πλάσμα. Γίνεται το σημείο υπερεπένδυσης που φτάνει στα όρια της ταύτισης. Η ανάλυση της λειτουργίας της εισόδου και των χωρικών συμπυκνώσεών της που ακολουθεί σκοπό έχει την ανάδειξη των συνθηκών παγίδευσης και εγκλωβισμού μέσω των οποίων θα προσεγγισθεί η υπαρξιακή κατάσταση του ήρωα.
01_ κατασκευή
Σε αντίθεση με μια τυπική είσοδο μιας κατοικίας η συγκεκριμένη σκοπό έχει να παραπλανήσει, να αποσπάσει την προσοχή, να βασανίσει τον εισβολέα. Πρόκειται για μια είσοδο τέχνασμα που αποτελείται από δυο τμήματα: μια ορατή τρύπα στο χώμα που ενώ τραβά την προσοχή, παραπλανά και δεν οδηγεί πουθενά ενώ 1000 βήματα πιο πέρα βρίσκεται καμουφλαρισμένη η πραγματική είσοδος κάτω από ένα πλέγμα βρύων. Η είσοδος δηλαδή είναι ταυτόχρονα φανερή και κρυφή, όπου αυτό που είναι φανερό είναι μια παγίδα που προστατεύει το κρυφό, που είναι και το ουσιαστικό.

Αυτή η είσοδος λοιπόν, διαχωρίζει το μέσα και το έξω αλλά όχι στο όριό της. Δημιουργεί έναν μεταβατικό χώρο, μια περιοχή του έξω στο εσωτερικό της πίσω απ’ την οποία κρύβεται η φωλιά που της αντιστοιχεί. Ταυτόχρονα όμως την υπονομεύει. Επιτρέπει εκτός από την διαφυγή του κατοίκου και την είσοδο του εχθρού και μάλιστα από το ίδιο σημείο που είναι μοναδικό στο Κτίσμα, γεγονός που αξιολογείται εκ των υστέρων ως το βασικό κατασκευαστικό του λάθος. Είναι το σημείο της εισόδου που εισάγει την ανασφάλεια, την απειλή και τον κίνδυνο στο Κτίσμα, διαταράσσοντας τη διαμονή σ’ αυτό. Έτσι, από προϊόν ευστροφίας για το οποίο το πλάσμα είναι αρχικά υπερήφανο, η είσοδος γίνεται το βασικό μειονέκτημα του κτιρίου που βασανίζει ακατάπαυστα τον κάτοικο. “Εκλεκτή θεωρητικά με τον ασφυκτικό λαβύρινθο, αλλά υπερβολικά ευάλωτη στην πράξη και ανάξια για το Κτίσμα”, αναφέρει.
Ο τρόπος της ανακατασκευής της γίνεται εμμονή στο σημείο που τον απασχολεί ακόμη και στον ύπνο του: “η κατασκευή εκείνη της εισόδου με βασανίζει ιδιαίτερα. Μερικές φορές ονειρεύομαι πως την έχω ξανακτίσει, πως την έχω αλλάξει εξ ολοκλήρου, ταχύτατα, καταβάλλοντας υπερφυσικές δυνάμεις, μέσα σε μια νύχτα, χωρίς να το πάρει είδηση κανείς, και πώς τώρα είναι απόρθητη, ο ύπνος που μου συμβαίνουν αυτά είναι ο γλυκύτερος όλων, δάκρυα χαράς και ανακούφισης αστράφτουν ακόμη στα γένια μου όταν ξυπνώ”.
Είναι φανερό πως το απειλητικό σημείο γιγαντώνεται και φαντάζει αμετάκλητο. Η όποια αλλαγή του είναι εφικτή μόνο στη φαντασία, όπως είδαμε στο σεμινάριο να συμβαίνει και στην περίπτωση της αϋπνίας. Στην πράξη το πλάσμα αρκείται σε τακτές επισκέψεις κατά τις οποίες επιθεωρεί την είσοδο και την αξιολογεί χωρίς όμως να την αλλάζει. Στην καθημερινότητα του μάλιστα αποφεύγει να την πλησιάζει “για να μην αντικρίζω το μειονέκτημα που βαραίνει τη συνείδησή μου”, όπως δηλώνει. “Ας μείνει αδιόρθωτο αρκεί να μην το αντικρίζω”.
02_ διάβαση
Στις τακτές εξόδους του από το Κτίσμα η κίνηση προς την πόρτα τελείται με έναν αυτονόητο βηματισμό, μέσα σε μια υπνοβατική χωρικότητα, στην οποία δεν έχει τόση σημασία ο χώρος που τελείται η κίνηση αλλά το σημείο προς το οποίο κατευθύνεται που είναι και το σημείο προσήλωσης του ενδιαφέροντος του πλάσματος.
Το τελετουργικό αυτών των εξόδων αποτελεί μια εθελούσια διαδικασία στέρησης του Κτίσματος και της ασφάλειας του που σκοπό έχει την επιβεβαίωση αυτής της ασφάλειας ενώ ταυτόχρονα την αναιρεί. Είναι μια πράξη με στοιχεία αϋπνίας καθώς αίρει ό,τι θεωρείται σταθερό, δεδομένο και ασφαλές, ό,τι είναι υπνοβατικό. Μια κίνηση έκθεσης του εαυτού σε κίνδυνο με σκοπό ν’ αποδειχθεί ότι δεν κινδυνεύει. Πρόκειται δηλαδή για μια εμμονή σε κάτι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις δημιουργίας του αντίθετού του.

Η επανάληψη αυτής της διαδικασίας είναι μια ιδιαίτερη κάθε φορά οδύνη που το αποτέλεσμά της δημιουργεί μια προσωρινή ευδαιμονία. Ευδαιμονία γιατί όταν βρίσκεται στο εξωτερικό το εσωτερικό του Κτίσματος φαίνεται ασφαλές αλλά και γιατί κατέχει τη σιγουριά ότι θα ξαναβρεί την ασφάλεια που εκθέτει μόλις επιστρέψει. “Τίποτα πιο ασφαλές από το αντάμωμα με το κτίσμα που πριν φαινόταν απειλητικό”.
Το ασφαλές και το επικίνδυνο αντιστρέφονται σε μια διαδικασία που είναι από πριν γνωστή. Η είσοδος όμως είναι πάντα ένα όριο επώδυνο. Η διάβαση αυτού του ορίου είναι πάντα τραυματική και προς τις δυο κατευθύνσεις. Το κάθε τώρα, μέσα ή έξω, είναι ταυτόχρονα ασφαλές και επικίνδυνο σ’ ένα λόγο σχεδόν παραληρηματικό. Η είσοδος από πέρασμα μετατρέπεται σε παγίδα. Παγίδα με την έννοια του σημείου απ’ το οποίο δεν μπορείς να προχωρήσεις, στο οποίο είσαι ακινητοποιημένος. Στην είσοδο ο εγκλωβισμός είναι μάλλον μια μετεώριση στη δυνατότητα μετάβασης. Η αναβολή της διάβασης είναι μια ανάσχεση, μια επιβράδυνση της αποκάλυψης της αλήθειας σε μια προσπάθεια κατανόησης του σημείου που προκαλεί την αϋπνία. Η διαρκής αυτή ματαίωση της διάβασης εμπεριέχει το φόβο της αλλαγής κατάστασης, της συνάντησης με το Άγνωστο “άλλο”, της επανάληψης του τραυματικού. Είναι μια κίνηση που διακυβεύει την ασφάλεια αλλά και την ίδια την ταυτότητα του Kτίσματος, του ίδιου του εαυτού. Είναι η συνάντηση με το προδοτικό σημείο, όπως αναφέρει.


Έτσι, ο χρόνος της αναβολής ενώ επιθυμεί να ελέγξει το σύστημα της κάθε κίνησης, γίνεται χρόνος παγίδευσης, μια διάρκεια εγκλεισμού στο εσωτερικό μιας αναπόδραστης περιοχής που θυμίζει την υπνοβατική χρονικότητα. Η στιγμή της διάβασης του ορίου συνιστά ένα “ξύπνημα” που οδηγεί σε νέα χωρικά δεδομένα που δημιουργούν την ανάγκη επαγρύπνησης. Είναι όμως πραγματικά μια κατάσταση αϋπνίας;
03_ επιτήρηση
Όταν βρίσκεται στο εξωτερικό του Κτίσματος το πλάσμα παρακολουθεί κρυμμένο την είσοδο. Θέτει τον εαυτό του στη θέση του εχθρού που καιροφυλαχτεί για να μπει στο εσωτερικό του Κτίσματος, προκειμένου να ανιχνεύσει τα ίχνη του και να διαπιστώσει τον κίνδυνο που διατρέχει όταν βρίσκεται στο εσωτερικό. Από τη θέση αυτή ομολογεί: “Μπορεί να ακούγεται ανόητο, εμένα όμως μου δίνει ανείπωτη χαρά, πολύ περισσότερο ακόμη: με καθησυχάζει. Νιώθω σαν να μη στέκω μπροστά στο σπίτι μου αλλά μπροστά σε μένα τον ίδιο που κοιμάμαι και σαν να έχω την ευτυχία να κοιμάμαι βαθιά και ταυτόχρονα να με φρουρό ακούραστα. Βρίσκομαι κατά κάποιον τρόπο στην προνομιακή θέση να αντικρίζω τα φαντάσματα της νύχτας όχι μόνο με την αδυναμία και την ευκολοπιστία του ύπνου αλλά να τα αντιμετωπίζω ταυτόχρονα με όλες τις δυνάμεις της εγρήγορσης, με τη ήρεμη συνείδηση του ξύπνιου. Και ανακαλύπτω ότι περιέργως πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα όσο νόμιζα συχνά και πιθανότατα θα νομίζω και πάλι, μόλις κατέβω μέσα στο σπίτι”.
O ύπνος λοιπόν παρουσιάζεται ως μια κατάσταση επισφαλής και ευάλωτη λόγω της απουσίας συνείδησης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η ύπαρξη ενός άγρυπνου μάρτυρα εξασφαλίζει την ασφάλεια του ύπνου, την προστασία του κοιμώμενου προσώπου. Μια σχέση που θυμίζει τον υπνοβάτη και τον μάρτυρα που σ’ αυτή την περίπτωση ταυτίζονται. Η ασφάλεια αυτή οφείλεται στην ήρεμη συνείδηση της ηθελημένης αγρύπνιας σε αντίθεση με την παραμορφωμένη συνείδηση της αναγκαστικής αϋπνίας.

Στη συνέχεια και μέσα στο παραλήρημά του το πλάσμα αναιρεί και αυτή τη θέση υποστηρίζοντας ότι και αυτή είναι μια απόφανση σε κατάσταση ύπνωσης άλλου τύπου. Λέει λοιπόν:
Το κτίσμα αποτελεί ίσως μεγαλύτερη προστασία απ’ όση φανταζόμουν ποτέ και απ’ όση τολμώ να φανταστώ όσο βρίσκομαι μέσα στο κτίσμα. Έφτανα στο σημείο να με κυριεύει η παιδιάστικη επιθυμία να μην ξαναγυρίσω ποτέ πια στο κτίσμα αλλά να εγκατασταθώ εδώ κοντά στην είσοδο, να περάσω τη ζωή μου παρακολουθώντας την είσοδο και να έχω διαρκώς ολοφάνερη μπροστά μου την αποτελεσματικότητα της προστασίας που θα μου παρείχε το κτίσμα αν βρισκόμουν μέσα του. Απότομο είναι όμως το ξύπνημα από τα παιδικά όνειρα. Τι είδους ασφάλεια είναι αυτή, που επιτηρώ εδώ; Είναι αλήθεια θεμιτό να κρίνω τον κίνδυνο που διατρέχω όταν είμαι μέσα στο κτίσμα βάσει των εμπειριών που αποκτώ εδώ έξω; Είναι μήπως ίδια τα ίχνη που οσφραίνονται οι εχθροί μου όταν εγώ δεν βρίσκομαι στο κτίσμα; Κάποια ίχνη μου σίγουρα υπάρχουν, όμως σίγουρα όχι σε όλη τους την έκταση. Και μήπως δεν είναι το σύνολο των ιχνών μου η προϋπόθεση του συνηθισμένου κινδύνου; Οι δοκιμές δηλαδή που κάνω δεν είναι παρά μερικές, αν όχι λιγότερο, προορισμένες απλώς να με καθυσηχάσουν και σαν ψεύτικος εφησυχασμός να με εκθέτουν σε μέγιστο κίνδυνο. Όχι, τελικά δεν παρακολουθώ όπως νόμιζα τον ύπνο μου, εγώ είμαι που κοιμάμαι ενώ ο εξολοθρευτής αγρυπνά”.
Στο σημείο αυτό η επιβεβαίωση της ασφάλειας εμφανίζεται πιο σημαντική από την ίδια τη ζωή μέσα στο Κτίσμα σε μια συνθήκη στην οποία το Κτίσμα εκπληρώνει το σκοπό της κατοικίας στο εξωτερικό του και όχι στο εσωτερικό. Η αίσθηση οικειότητας και η φιλοξενία για τον κάτοικό του επιτυγχάνεται όντας στο εξωτερικό του Κτίσματος και επιτηρώντας μπροστά στην είσοδό την ασφάλεια που επικρατεί στο εσωτερικό.
Στη συνέχεια όμως αμφισβητείται η εγκυρότητα της μεθόδου που δίνει αυτή την επιβεβαίωση. Το πλάσμα διαπιστώνει ότι αυτή η επιτήρηση της ασφάλειας δεν είναι ασφαλής, οι δοκιμές είναι αναποτελεσματικές στο βαθμό που οι κρίσεις αφορούν σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στην άμεση εμπειρία. Εμφανίζεται στο σημείο αυτό η συνάφεια με την περίπτωση της υπνοβασίας καθώς και αυτή είναι μια κατάσταση στην οποία αναφέρεται κανείς με τη συνείδηση αυτού που βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Έτσι, ενώ η παρακολούθηση της εισόδου σε πλήρη εγρήγορση μοιάζει με άυπνη κατάσταση, είναι τελικά μια ψευδαίσθηση αυτής. Η εμμονή στην προσηλωμένη επαγρύπνηση δημιουργεί μια νέα συνθήκη ύπνωσης και μάλιστα υπνοβατική, άρα και πιο επικίνδυνης. Ο ήρωας βρίσκεται πάλι στη θέση του υπνοβάτη που βρίσκεται σε συνθήκη κινδύνου ενώ νομίζει ότι κοιμάται ασφαλής στο κρεβάτι του. Το “ξύπνημα” απ’ αυτήν την υπνοβασία είναι η συνειδητοποίηση ότι ο κίνδυνος είναι πάντα παρών ως δυνατότητα και η επανάπαυση στην υποτιθέμενη ασφάλεια δεν είναι παρά μια ακόμη πιο επικίνδυνη κατάσταση.
Mπροστά στην είσοδο, λοιπόν, συμβαίνει η συνύπαρξη, ύπνου, ξύπνιου και υπνοβασίας στο ίδιο πρόσωπο.


Ο Deleze στο βιβλίο του “Ο Προυστ και τα σημεία” αναφέρει ότι “Να φυλακίζεις είναι ακριβώς να παίρνεις τη θέση αυτού που βλέπει χωρίς να τον βλέπουν[1] .Ποιος φυλακίζει όμως ποιόν μπροστά στην είσοδο; Αρχικά ο ήρωας φυλακίζει τον εαυτό του που κοιμάται ενώ στη συνέχεια ο εχθρός που καιροφυλαχτεί φυλακίζει τον ήρωα. Ο ήρωας δηλαδή βρίσκεται σε μια διπλή φυλάκιση. Η παρατήρηση της εισόδου απ’ έξω, γίνεται μια διπλή ματαίωση αφού τα συμπεράσματά της δεν είναι ασφαλή κι αυτός που φυλάει την ασφάλεια βρίσκεται ήδη φυλακισμένος από τον ίδιο τον κίνδυνο. Η απαίτηση για αντικειμενική επιβεβαίωση της ασφάλειας του Κτίσματος είναι μια διπλή παγίδευση.


04_ δυσλειτουργία
Μπροστά από την είσοδο το πλάσμα ομολογεί: “Σ’ αυτό το σημείο είμαι θνητός”. Το ατελές σημείο του κτίσματος γίνεται η χωρική αποτύπωση της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης, της θνητότητας. Ο φόβος της διάβασής του ορίου της υπό αυτό το πρίσμα είναι ο φόβος του επικείμενου θανάτου. Είναι η επίγνωση της ύπαρξης αυτού του σημείου που επιφέρει μια μόνιμη κατάσταση αγωνίας στον κάτοικο της, που είναι η υπαρξιακή αγωνία της μη αποδοχής του θανάτου.
Από την άλλη, η γνώση αυτής της δυσλειτουργίας αποτελεί ένα “ξύπνημα” για τον κάτοικο που μέχρι τότε ζει στον υπνοβατικό εφυσηχασμό. Η δυσλειτουργία της εισόδου αποκαλύπτει ότι το Κτίσμα δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι, όπως στην υπνοβασία το σώμα δε βρίσκεται στη θέση που θα έπρεπε να είναι. Το πλάσμα στην πραγματικότητα κινδυνεύει και γι΄ αυτό η αποκάλυψη της δυσλειτουργίας αποδεικνύεται σωτήρια καθώς φανερώνει την πλάνη.
Αυτή η δυσλειτουργία θα μπορούσε να ειδωθεί από την οπτική του Heidegger σύμφωνα με τον οποίο η αφετηρία του στοχασμού είναι η παθογένεια στην καθημερινότητα. Η δυσχρηστία είναι η αρχή των αποφαντικών κρίσεων και της γέννησης της κριτικής. Με τη δυσλειτουργία ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί τις λειτουργίες κάθε αντικειμένου, απομονώνοντάς το, βλέποντάς το καθ’ εαυτό, θεματοποιώντας τις ιδιότητές του. Ο ίδιος ο χώρος θεματοποιείται μόνο σε δυσλειτουργικές καταστάσεις. Στο Κτίσμα η δυσλειτουργία της εισόδου αίρει την ομοιομορφία του υπνοβατικού χώρου του λαβυρίνθου, δημιουργώντας τη γιγάντωση του σημείου της αϋπνίας.

Στο ίδιο πνεύμα και ο Deleze[2] υποστηρίζει ότι στην αλήθεια ωθεί ένα είδος βίας. Η σκέψη και η αναζήτηση του Αληθινού, γίνονται κάτω από πίεση και καταναγκασμό. Η νόηση επιστρατεύεται με τον κίνδυνο, όπως συμβαίνει και με τον κάτοικο του Κτίσματος που κινητοποιείται εκ των υστέρων και όχι κατά την φάση της κατασκευής του. “Η ανησυχία μέσα στην ευτυχία δεν οδηγεί πουθενά”, αναφέρει. Η ματαίωση της ασφάλειας του Κτίσματος είναι εκείνη που κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις. Σύμφωνα με το Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης[3] η ματαίωση ορίζεται ως η κατάσταση του υποκειμένου όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με την άρνηση και θεωρείται παθογόνος από τη στιγμή που αναφέρεται στη μοναδική ικανοποίηση που απαιτεί το υποκείμενο.
Στο διήγημα η ύπαρξη ή η υποψία του “άλλου”, η ύπαρξη της ετερότητας είναι η ματαίωση που κλονίζει τον μέχρι τότε τρόπο ύπαρξης του πλάσματος. Η απαίτηση για ησυχία που κινδυνεύει από το θόρυβο, το κρυφό που κινδυνεύει από το βλέμμα, το ασφαλές σημείο που μπορεί να γίνει το προδοτικό σημείο, το ειρηνικό κτίσμα που γίνεται αμυντικό, η διαφυγή που γίνεται παγίδα, είναι μερικές από τις διαδοχικές ματαιώσεις που προκαλούν τη διατάραξη της κατοικίας και επιφέρουν στον κάτοικο το παθολογικό άγχος. Είναι η προσκόλληση σε μια κατάσταση που επιφέρει την παθολογία στην ανακάλυψη του αντιθέτού της.
[1] Deleuze Gilles, Ο Προύστ και τα σημεία, εκδ. Ράππα, σ.165.
[2] Ό.π. σ.29.
[3] J. Laplanche και J.- B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, εκδ. Κέδρος,1986, σ.304.

No comments: