Wednesday, February 28, 2007

αλληγορίες

Το Κτίσμα ως υπόγειο αναφέρεται σ’ ό,τι βρίσκεται στο σκοτάδι, σ’ ό,τι επιδιώκεται να μείνει αφανές και κρυφό, ενώ η δαιδαλώδης δομή και η απρόσιτη πρόσβασή του έχει σκοπό να εμποδίσει κάθε εισβολέα.
Αυτό το περίπλοκο καταφύγιο θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αλληγορία του ασυνειδήτου και των διεργασιών που γίνονται στο εσωτερικό του. Το Κτίσμα δηλαδή θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το ασυνείδητο που λειτουργεί ως “κατάλυμα”, απωθημένων επιθυμιών, ενορμήσεων, ονειροπολήσεων που το άτομο πιστεύει ότι πρέπει να παραμείνουν κρυφές.
Οι απειλητικοί θόρυβοι που διαταράσσουν τη ζωή και βασανίζουν το πλάσμα, υπό αυτό το πρίσμα, αντιστοιχούν στις εσωτερικές φωνές, στα άγρια ένστικτα, στις ορμές. Στο “άλλο” που είναι κλεισμένο στη φωλιά, που είναι προστατευμένο στο ασυνείδητο. Σ’ αυτόν τον κλειστό τόπο ο χρόνος είναι κάτι που κινείται και διαρκώς ανανεώνεται, είναι χρόνος υπνοβατικός, αλλά και χρόνος λήθης, χρόνος απωθημένων πραγμάτων.

Ειδικότερα στη διαδικασία του ονείρου, ο Φρόιντ υποστηρίζει ότι συμβαίνει η επιστροφή του απωθημένου, με τρόπο πάντα καμουφλαρισμένο, παραμορφωμένο και λογοκριμένο από τις διαδικασίες κυρίως της συμπύκνωσης και της μετάθεσης. Σε ορισμένα κείμενά του μάλιστα εκλαμβάνει τον όρο “απώθηση” σαν να είναι ταυτόσημος με τον όρο “άμυνα”
[1].
Το αμυντικό σχέδιο του πλάσματος στο διήγημα, οι στρατηγικές απόκρυψης και παραπλάνησης, οι μηχανισμοί αυτοάμυνας και λογοκρισίας που εφαρμόζει, αλλά και όλη η λειτουργία του Κτίσματος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τις εργασίες της απώθησης κατά τη διαδικασία του ονείρου.
Αλλά και ο τρόπος που το πλάσμα εξετάζει το Κτίσμα είναι μια διαδικασία συναφής με την ψυχαναλυτική διαδικασία ανάλυσης του ονείρου. Η εξαντλητική μελέτη των σημείων του και οι διάφορες υποθέσεις που κάνει το πλάσμα στην προσπάθειά του να κατανοήσει το Κτίσμα καθώς και η εμμονή σ’ αυτό που είναι αφανές, στο κρυμμένο, σ’ αυτό που αφήνει πίσω του και μπορεί να τον αποκαλύψει, όπως και τα διαδοχικά σκαψίματα που κάνει στο Κτίσμα, θυμίζουν τον τρόπο που προσεγγίζει η ψυχανάλυση το ασυνείδητο, δηλαδή με διαδοχικές ανασκαφές και υποθέσεις. Αλλά και ο ίδιος ο παραληρηματικός, σχεδόν χωρίς ειρμό λόγος του πλάσματος θυμίζει το λόγο στον ελεύθερο συνειρμό.

Μπροστά στην είσοδο το πλάσμα ομολογεί: “Μου φαίνεται πως δεν είμαι μπροστά στο σπίτι μου, αλλά μπρος στον ίδιο μου τον εαυτό που κοιμάται” και επίσης “λες και τη στιγμή που έμπαινα στο Κτίσμα μου είχα κοιμηθεί έναν μακρύ και βαθύ ύπνο”. Η είσοδος που οδηγεί στο εσωτερικό του Κτίσματος ταυτίζεται με τον ύπνο, άρα και το όνειρο, αποτελεί στην περίπτωση αυτή την βασιλική οδό που οδηγεί στο ασυνείδητο. Μια διαδικασία και πάλι υπνοβατική δεδομένου ότι η ερμηνεία γίνεται εκ των υστέρων και αφορά σε μια κατάσταση στην οποία δεν έχει κανείς την ίδια συνείδηση όταν τη βιώνει και όταν την περιγράφει.

[1] J. Laplanche και J.- B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, εκδ. Κέδρος,1986, σ.79.

Tuesday, February 27, 2007

η Ντροπή

Ο ψυχαναλυτής Ludwig Binswanger, αναφέρει ότι στην κατάσταση Ντροπής, η ύπαρξη δεν μπορεί να κρατήσει το μυστικό της ασφαλές, είναι άστεγη[1].
Από την άλλη, το Άγχος συχνά περιγράφεται από τους ψυχαναλυτές ως μια κατάσταση “που δεν μπορείς να επιστρέψεις ξανά στο σπίτι”
[2]. Συσχετίζοντας τις παραπάνω απόψεις προκύπτει ότι οι δυο αυτές καταστάσεις – Ντροπή και Άγχος- εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την υπαρξιακή κατάσταση του προσώπου του διηγήματος. Αποτελούν τις βασικές συνισταμένες της διαταραχής κατοικίας που εμφανίζει.
Αναφέρθηκε ήδη, ότι όλη η λογική του Κτίσματος είναι μια άμυνα προς τους “άλλους” που με την παρουσία τους επιδιώκουν ν’ αποκαλύψουν αυτό που το πλάσμα επιθυμεί να μείνει κρυφό. “Όλα φαίνονται να με κοιτάζουν και να αποστρέφουν το βλέμμα”, αναφέρει, ενώ αισθάνεται ότι βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένο και απροστάτευτο.

Στην κατάσταση Ντροπής, η δομή της οποίας είναι παρόμοια με εκείνη της παράνοιας, το πρόσωπο είναι βέβαιο ότι ο άλλος βλέπει εκείνο που θα ήθελε να μείνει κρυφό και ότι ο άλλος παίρνει πρωτοβουλίες σε σχέση με αυτό ενώ το ντρεπόμενο πρόσωπο απλά αντιδρά σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως μια κατάσταση χωρίς κατάλυμα, όπου το πρόσωπο αισθάνεται παγιδευμένο και εντελώς αδύναμο μπροστά στον κόσμο που απειλεί. Η ισχυρή συνειδητή επιθυμία “να εξαφανιστεί κανείς από το πρόσωπο της γης” σηματοδοτεί την άρρητη και ένσαρκη κίνηση απόκρυψης εκείνου που αποκαλύφτηκε, την ποινή της εξορίας του, μακριά από την εκδικητικότητα των άλλων
[3].
Έτσι, και το πλάσμα επιδιώκει μανιακά τη δημιουργία ενός τοπίου μέσα στο οποίο το ίδιο και το Κτίσμα του να μην είναι ορατά, χρησιμοποιώντας τρόπους εξέτασης του Κτίσματος στους οποίους το ίδιο βλέπει χωρίς να το βλέπουν. Το βλέμμα του “άλλου” δηλαδή ακόμη κι όταν δεν είναι παρών και ορατό, για το πλάσμα βρίσκεται διαρκώς εκεί επηρεάζοντας αυτό που φτιάχνει αλλά και τον τρόπο που ζει.

Στα Ημερολόγιά του ο Κάφκα αναφέρει ότι “τίποτα δεν μπορεί να κατορθωθεί μ’ ένα τέτοιο ασθενικό σώμα, πρέπει να περιμένω απ’ αυτό τη συνεχή ματαίωση
[4]. Μια ματαίωση όπως εκείνη που συμβαίνει με την αναποτελεσματικότητα του κτίσματος. Αυτό που θα έπρεπε λοιπόν, να μείνει κρυφό είναι το ίδιο το σώμα, η σωματική ύπαρξη καθαυτή. Η οδυνηρή επίγνωση ότι το σώμα βλέπεται και κρίνεται είναι τα σωματικά συμπτώματα αυτής της ντροπής.
Πρόκειται δηλαδή για άλλο ένα σύστημα εγκλωβισμού στον εαυτό που προκαλείται από μια ισχυρή ματαίωση.


[1] L.Binswanger- L.A.Sass- Γ. Βασιλάκος, Παθογραφίες, Εντροπία, Αθήνα, 2001. σελ.132.
[2] Rollo May, Το Νόημα του άγχους, Θεραπευτήριο Ν.Σπινάρη Α.Ε., Κοζάνη, 1999, σ.28.
[3] L.Binswanger- L.A.Sass- Γ. Βασιλάκος, ό.π., σ.132.
[4] Κafka Franz, Τα ημερολόγια, Εξάντας, Αθήνα, 1998.

Monday, February 26, 2007

το Άγχος

Στον Heidegger η προκείμενη λέξη είναι angst. Αγωνία ή άγχος είναι οι μεταφράσεις του στα ελληνικά. Μέσα από έναν ετυμολογικό συσχετισμό που επιχειρεί ο Κ. Γεμενετζής στο κείμενό του “Το άγχος μέσα από έναν λόγο του Μ.Heidegger”[1] θα φανεί ότι το άγχος μπορεί να συνδεθεί με το υποκείμενο που αρνείται να αντικρίσει και να αποδεχθεί με αυθεντικότητα τις αντιθέσεις του κόσμου και της φύσης του. Το angst και το άγχος λοιπόν, έχουν πιθανώς κοινή ετυμολογική ρίζα, το αρχαίο ελληνικό ΑΓΧΙ, ΑΓΧΟΥ. Το άγχι συναντάται επίσης στην αγχιστεία και στην αγχόνη. Στην αγχιστεία συμβαίνει η συνάντηση του ξένου και οικείου μαζί, είναι η συγγένεια του ξένου και του οικείου. Στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου σώζεται άλλη μια λέξη από την ίδια ρίζα ΑΓΧ- η οποία έχει παραδοθεί μεμονωμένη, δίχως συμφραζόμενα και η οποία θα μπορούσε να ονομάζει το προκείμενο. Ο Heidegger θέτει αυτή τη λέξη ως τίτλο ενός διαλόγου του το 1945¨: ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ. Σύμφωνα με τα παραπάνω η Αγχιβασίη είναι βήματα προς την αγχιστεία. Ο δρόμος του άγχους είναι ο δρόμος προς την αγχιστεία που διασχίζεται με βήματα προς το ξένο και το οικείο. Βήματα σε μια κατάσταση στην οποία είναι κανείς βαθιά ξένος και οικείος μαζί, κάτι που συμβαίνει και στην υπνοβασία και την αϋπνία. Τα βήματα αυτά υπό την πίεση της αγχόνης εμφανίζονται εκεί όπου η καθήλωση σε μια μορφή έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Τη στιγμή όπου με την ίδια σφοδρότητα, με την ίδια πιεστικότητα με την οποία είχε προηγουμένως καταπολεμηθεί η μια μορφή, η αντίθετή της εισβάλλει και διακηρύσσει την αγχιστεία της. Πρόκειται για τη συνάντηση του Είναι και του Μηδενός.

Ο Kirkegaard[2] περιγράφει το άγχος ως το φόβο του μηδενός. Με φιλοσοφικούς όρους δηλαδή το άγχος αναδύεται στο μέτρο που το άτομο αποκτά επίγνωση της ύπαρξής του απέναντι στην πάντοτε παρούσα δυνατότητα της μη ύπαρξης.
Η ριζική διαφορά μεταξύ άγχους και φόβου είναι ότι κατά τη διάρκεια του φόβου κινείται κανείς μακριά από το επίφοβο αντικείμενο, ενώ στο άγχος υπάρχει μια μόνιμη εσωτερική σύγκρουση και το άτομο έχει μια αμφιθυμική σχέση με το αντικείμενο. Η “ερμητικότητα” είναι ένας περιγραφικός όρος για τις διεργασίες της μπλοκαρισμένης εγρήγορσης, της αναστολής και των άλλων κοινών νευρωτικών αντιδράσεων στο άγχος, χαρακτηριστικά που υπάρχουν έντονα στον κάτοικο του Κτίσματος.

Το να έχει κανείς συνείδηση του εαυτού του είναι ένα μόνο μέρος του να έχει συνείδηση των αντικειμένων του περιβάλλοντος χώρου. Ακριβώς αυτή η επίγνωση της σχέσης μεταξύ του εαυτού και του κόσμου είναι που καταρρέει στο άγχος. Η σχέση αυτή καταρρέει επίσης στην υπνοβασία, καθώς ο υπνοβάτης χάνει την ιδέα ενός εξωτερικού κόσμου όταν βρίσκεται στο εσωτερικό της διαδρομής του . Το άγχος τείνει επίσης, να συσκοτίσει την αντίληψή για την αντικειμενική κατάσταση και την επίγνωση του εαυτού. Στο άγχος σε αντίθεση με το φόβο ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο η ανησυχία πολιορκεί ολόκληρη την προσωπικότητα έτσι ώστε το άτομο βιώνει ότι απειλείται η ίδια του η ύπαρξη.


Ο Σ. Φρόιντ στο κείμενό του “Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος” θεωρεί το άγχος το θεμελιώδες φαινόμενο των νευρώσεων. Το φυσιολογικό άγχος ή αγχώδης ετοιμότητα είναι για τον Φρόιντ η έκφραση των ενστίκτων αυτοσυντήρησης ενώ το νευρωτικό άγχος είναι μια αναπαραγωγή και επανάληψη κάποιας ιδιαίτερης πολύ σημαντικής εμπειρίας του παρελθόντος που αναγκάζει το άτομο να βρίσκεται όχι σε κίνδυνο αλλά σε κατάσταση κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή μια πρωταρχική πηγή επαναδραστηριοποιείται στο φόβο της πρόωρης απώλειας και συνεπώς στο φόβο απώλειας συνεπαγώμενων αξιών[3]. Κάτι ανάλογο συναντήσαμε στα πλαίσια του σεμιναρίου να συμβαίνει στην επίμονη επιστροφή σε καταστάσεις προσκόλλησης και ματαίωσης του παρελθόντος στα πλαίσια της αϋπνίας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί μια τραυματική εμπειρία που ανακαλεί ο Κάφκα στο Γράμμα στον Πατέρα
[4] την οποία θεωρεί καθοριστική για τη μετέπειτα ζωή του: “ένα άγριο και τρομερό πέταγμα στο μπαλκόνι” .Ο εξοργισμένος πατέρας του, για ασήμαντο λόγο, άρπαξε, έσυρε, και άφησε στο μπαλκόνι μπροστά στην κλειστή πόρτα τον τετράχρονο γιο του. Σημειώνουμε την αντιστροφή του οιδιπόδειου, δηλαδή τον θρίαμβο του πατέρα και τον εξοστρακισμό του γιου, την τοποθέτηση του σ’ ένα αδύνατο τόπο, που είναι και δεν είναι το σπίτι και το γεγονός ότι μπροστά του ορθώνεται η “κλειστή πόρτα”. H ματαίωση του σπιτιού ως χώρος ασφάλειας, συμβαίνει μπροστά στην κλειστή πόρτα. Ό,τι αντιπροσωπεύει την ασφάλεια γίνεται επικίνδυνο μπροστά από μια κλειστή πόρτα.

Η σχέση είναι άμεση δεδομένου ότι ενώ ένα άτομο βιώνει διάφορους φόβους στη βάση του συστήματος ασφάλειας που έχει αναπτύξει, στο άγχος είναι το ίδιο το σύστημα ασφαλείας που απειλείται. Το άγχος χαρακτηρίζεται από τον Φρόιντ ως κοσμική εμπειρία γιατί κατέχει το άτομο ολοκληρωτικά, διαβρώνοντας όλο το υποκειμενικό του σύμπαν. Όντας μέσα σ’αυτό δεν μπορεί να σταθεί απ’ έξω και να το αντικειμενοποιήσει. Δεν μπορεί να το δεί ξεχωριστά απ΄ τον εαυτό του, γιατί η ίδια η αντίληψή του είναι διαβρωμένη από το άγχος. Κι αυτό γιατί προσβάλλει εκείνη τη βάση της ψυχολογικής δομής στην οποία συμβαίνει η αντίληψη του εαυτού σαν διακριτού από τον κόσμο των αντικειμένων. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για μια παγίδευση μέσα στον ίδιο τον εαυτό που εμποδίζει την καθαρή συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται .


[1] Γεμενετζής Κ, “Το άγχος μέσα από έναν λόγο του Μ.Heidegger”,συμπλήρωμα στο Rollo May, To Νόημα του άγχους, Θεραπευτήριο Ν.Σπινάρη Α.Ε., Κοζάνη, 1999, σ.275-283.
[2] Κierkegaard S, The concept of dread, Princeton Univercity Press, Princeton, 1944.
[3] May Rollo, Το Νόημα του άγχους, Θεραπευτήριο Ν.Σπινάρη Α.Ε., Κοζάνη, 1999, σ.156.
[4] Κafka Franz, Γράμμα στον πατέρα, εκδ. Εγνατία, Θεσ/κη, 1978.

Η είσοδος

Η είσοδος του Κτίσματος είναι το σημείο που εξετάζει λεπτομερειακά και εκτεταμένα το πλάσμα. Γίνεται το σημείο υπερεπένδυσης που φτάνει στα όρια της ταύτισης. Η ανάλυση της λειτουργίας της εισόδου και των χωρικών συμπυκνώσεών της που ακολουθεί σκοπό έχει την ανάδειξη των συνθηκών παγίδευσης και εγκλωβισμού μέσω των οποίων θα προσεγγισθεί η υπαρξιακή κατάσταση του ήρωα.
01_ κατασκευή
Σε αντίθεση με μια τυπική είσοδο μιας κατοικίας η συγκεκριμένη σκοπό έχει να παραπλανήσει, να αποσπάσει την προσοχή, να βασανίσει τον εισβολέα. Πρόκειται για μια είσοδο τέχνασμα που αποτελείται από δυο τμήματα: μια ορατή τρύπα στο χώμα που ενώ τραβά την προσοχή, παραπλανά και δεν οδηγεί πουθενά ενώ 1000 βήματα πιο πέρα βρίσκεται καμουφλαρισμένη η πραγματική είσοδος κάτω από ένα πλέγμα βρύων. Η είσοδος δηλαδή είναι ταυτόχρονα φανερή και κρυφή, όπου αυτό που είναι φανερό είναι μια παγίδα που προστατεύει το κρυφό, που είναι και το ουσιαστικό.

Αυτή η είσοδος λοιπόν, διαχωρίζει το μέσα και το έξω αλλά όχι στο όριό της. Δημιουργεί έναν μεταβατικό χώρο, μια περιοχή του έξω στο εσωτερικό της πίσω απ’ την οποία κρύβεται η φωλιά που της αντιστοιχεί. Ταυτόχρονα όμως την υπονομεύει. Επιτρέπει εκτός από την διαφυγή του κατοίκου και την είσοδο του εχθρού και μάλιστα από το ίδιο σημείο που είναι μοναδικό στο Κτίσμα, γεγονός που αξιολογείται εκ των υστέρων ως το βασικό κατασκευαστικό του λάθος. Είναι το σημείο της εισόδου που εισάγει την ανασφάλεια, την απειλή και τον κίνδυνο στο Κτίσμα, διαταράσσοντας τη διαμονή σ’ αυτό. Έτσι, από προϊόν ευστροφίας για το οποίο το πλάσμα είναι αρχικά υπερήφανο, η είσοδος γίνεται το βασικό μειονέκτημα του κτιρίου που βασανίζει ακατάπαυστα τον κάτοικο. “Εκλεκτή θεωρητικά με τον ασφυκτικό λαβύρινθο, αλλά υπερβολικά ευάλωτη στην πράξη και ανάξια για το Κτίσμα”, αναφέρει.
Ο τρόπος της ανακατασκευής της γίνεται εμμονή στο σημείο που τον απασχολεί ακόμη και στον ύπνο του: “η κατασκευή εκείνη της εισόδου με βασανίζει ιδιαίτερα. Μερικές φορές ονειρεύομαι πως την έχω ξανακτίσει, πως την έχω αλλάξει εξ ολοκλήρου, ταχύτατα, καταβάλλοντας υπερφυσικές δυνάμεις, μέσα σε μια νύχτα, χωρίς να το πάρει είδηση κανείς, και πώς τώρα είναι απόρθητη, ο ύπνος που μου συμβαίνουν αυτά είναι ο γλυκύτερος όλων, δάκρυα χαράς και ανακούφισης αστράφτουν ακόμη στα γένια μου όταν ξυπνώ”.
Είναι φανερό πως το απειλητικό σημείο γιγαντώνεται και φαντάζει αμετάκλητο. Η όποια αλλαγή του είναι εφικτή μόνο στη φαντασία, όπως είδαμε στο σεμινάριο να συμβαίνει και στην περίπτωση της αϋπνίας. Στην πράξη το πλάσμα αρκείται σε τακτές επισκέψεις κατά τις οποίες επιθεωρεί την είσοδο και την αξιολογεί χωρίς όμως να την αλλάζει. Στην καθημερινότητα του μάλιστα αποφεύγει να την πλησιάζει “για να μην αντικρίζω το μειονέκτημα που βαραίνει τη συνείδησή μου”, όπως δηλώνει. “Ας μείνει αδιόρθωτο αρκεί να μην το αντικρίζω”.
02_ διάβαση
Στις τακτές εξόδους του από το Κτίσμα η κίνηση προς την πόρτα τελείται με έναν αυτονόητο βηματισμό, μέσα σε μια υπνοβατική χωρικότητα, στην οποία δεν έχει τόση σημασία ο χώρος που τελείται η κίνηση αλλά το σημείο προς το οποίο κατευθύνεται που είναι και το σημείο προσήλωσης του ενδιαφέροντος του πλάσματος.
Το τελετουργικό αυτών των εξόδων αποτελεί μια εθελούσια διαδικασία στέρησης του Κτίσματος και της ασφάλειας του που σκοπό έχει την επιβεβαίωση αυτής της ασφάλειας ενώ ταυτόχρονα την αναιρεί. Είναι μια πράξη με στοιχεία αϋπνίας καθώς αίρει ό,τι θεωρείται σταθερό, δεδομένο και ασφαλές, ό,τι είναι υπνοβατικό. Μια κίνηση έκθεσης του εαυτού σε κίνδυνο με σκοπό ν’ αποδειχθεί ότι δεν κινδυνεύει. Πρόκειται δηλαδή για μια εμμονή σε κάτι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις δημιουργίας του αντίθετού του.

Η επανάληψη αυτής της διαδικασίας είναι μια ιδιαίτερη κάθε φορά οδύνη που το αποτέλεσμά της δημιουργεί μια προσωρινή ευδαιμονία. Ευδαιμονία γιατί όταν βρίσκεται στο εξωτερικό το εσωτερικό του Κτίσματος φαίνεται ασφαλές αλλά και γιατί κατέχει τη σιγουριά ότι θα ξαναβρεί την ασφάλεια που εκθέτει μόλις επιστρέψει. “Τίποτα πιο ασφαλές από το αντάμωμα με το κτίσμα που πριν φαινόταν απειλητικό”.
Το ασφαλές και το επικίνδυνο αντιστρέφονται σε μια διαδικασία που είναι από πριν γνωστή. Η είσοδος όμως είναι πάντα ένα όριο επώδυνο. Η διάβαση αυτού του ορίου είναι πάντα τραυματική και προς τις δυο κατευθύνσεις. Το κάθε τώρα, μέσα ή έξω, είναι ταυτόχρονα ασφαλές και επικίνδυνο σ’ ένα λόγο σχεδόν παραληρηματικό. Η είσοδος από πέρασμα μετατρέπεται σε παγίδα. Παγίδα με την έννοια του σημείου απ’ το οποίο δεν μπορείς να προχωρήσεις, στο οποίο είσαι ακινητοποιημένος. Στην είσοδο ο εγκλωβισμός είναι μάλλον μια μετεώριση στη δυνατότητα μετάβασης. Η αναβολή της διάβασης είναι μια ανάσχεση, μια επιβράδυνση της αποκάλυψης της αλήθειας σε μια προσπάθεια κατανόησης του σημείου που προκαλεί την αϋπνία. Η διαρκής αυτή ματαίωση της διάβασης εμπεριέχει το φόβο της αλλαγής κατάστασης, της συνάντησης με το Άγνωστο “άλλο”, της επανάληψης του τραυματικού. Είναι μια κίνηση που διακυβεύει την ασφάλεια αλλά και την ίδια την ταυτότητα του Kτίσματος, του ίδιου του εαυτού. Είναι η συνάντηση με το προδοτικό σημείο, όπως αναφέρει.


Έτσι, ο χρόνος της αναβολής ενώ επιθυμεί να ελέγξει το σύστημα της κάθε κίνησης, γίνεται χρόνος παγίδευσης, μια διάρκεια εγκλεισμού στο εσωτερικό μιας αναπόδραστης περιοχής που θυμίζει την υπνοβατική χρονικότητα. Η στιγμή της διάβασης του ορίου συνιστά ένα “ξύπνημα” που οδηγεί σε νέα χωρικά δεδομένα που δημιουργούν την ανάγκη επαγρύπνησης. Είναι όμως πραγματικά μια κατάσταση αϋπνίας;
03_ επιτήρηση
Όταν βρίσκεται στο εξωτερικό του Κτίσματος το πλάσμα παρακολουθεί κρυμμένο την είσοδο. Θέτει τον εαυτό του στη θέση του εχθρού που καιροφυλαχτεί για να μπει στο εσωτερικό του Κτίσματος, προκειμένου να ανιχνεύσει τα ίχνη του και να διαπιστώσει τον κίνδυνο που διατρέχει όταν βρίσκεται στο εσωτερικό. Από τη θέση αυτή ομολογεί: “Μπορεί να ακούγεται ανόητο, εμένα όμως μου δίνει ανείπωτη χαρά, πολύ περισσότερο ακόμη: με καθησυχάζει. Νιώθω σαν να μη στέκω μπροστά στο σπίτι μου αλλά μπροστά σε μένα τον ίδιο που κοιμάμαι και σαν να έχω την ευτυχία να κοιμάμαι βαθιά και ταυτόχρονα να με φρουρό ακούραστα. Βρίσκομαι κατά κάποιον τρόπο στην προνομιακή θέση να αντικρίζω τα φαντάσματα της νύχτας όχι μόνο με την αδυναμία και την ευκολοπιστία του ύπνου αλλά να τα αντιμετωπίζω ταυτόχρονα με όλες τις δυνάμεις της εγρήγορσης, με τη ήρεμη συνείδηση του ξύπνιου. Και ανακαλύπτω ότι περιέργως πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα όσο νόμιζα συχνά και πιθανότατα θα νομίζω και πάλι, μόλις κατέβω μέσα στο σπίτι”.
O ύπνος λοιπόν παρουσιάζεται ως μια κατάσταση επισφαλής και ευάλωτη λόγω της απουσίας συνείδησης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η ύπαρξη ενός άγρυπνου μάρτυρα εξασφαλίζει την ασφάλεια του ύπνου, την προστασία του κοιμώμενου προσώπου. Μια σχέση που θυμίζει τον υπνοβάτη και τον μάρτυρα που σ’ αυτή την περίπτωση ταυτίζονται. Η ασφάλεια αυτή οφείλεται στην ήρεμη συνείδηση της ηθελημένης αγρύπνιας σε αντίθεση με την παραμορφωμένη συνείδηση της αναγκαστικής αϋπνίας.

Στη συνέχεια και μέσα στο παραλήρημά του το πλάσμα αναιρεί και αυτή τη θέση υποστηρίζοντας ότι και αυτή είναι μια απόφανση σε κατάσταση ύπνωσης άλλου τύπου. Λέει λοιπόν:
Το κτίσμα αποτελεί ίσως μεγαλύτερη προστασία απ’ όση φανταζόμουν ποτέ και απ’ όση τολμώ να φανταστώ όσο βρίσκομαι μέσα στο κτίσμα. Έφτανα στο σημείο να με κυριεύει η παιδιάστικη επιθυμία να μην ξαναγυρίσω ποτέ πια στο κτίσμα αλλά να εγκατασταθώ εδώ κοντά στην είσοδο, να περάσω τη ζωή μου παρακολουθώντας την είσοδο και να έχω διαρκώς ολοφάνερη μπροστά μου την αποτελεσματικότητα της προστασίας που θα μου παρείχε το κτίσμα αν βρισκόμουν μέσα του. Απότομο είναι όμως το ξύπνημα από τα παιδικά όνειρα. Τι είδους ασφάλεια είναι αυτή, που επιτηρώ εδώ; Είναι αλήθεια θεμιτό να κρίνω τον κίνδυνο που διατρέχω όταν είμαι μέσα στο κτίσμα βάσει των εμπειριών που αποκτώ εδώ έξω; Είναι μήπως ίδια τα ίχνη που οσφραίνονται οι εχθροί μου όταν εγώ δεν βρίσκομαι στο κτίσμα; Κάποια ίχνη μου σίγουρα υπάρχουν, όμως σίγουρα όχι σε όλη τους την έκταση. Και μήπως δεν είναι το σύνολο των ιχνών μου η προϋπόθεση του συνηθισμένου κινδύνου; Οι δοκιμές δηλαδή που κάνω δεν είναι παρά μερικές, αν όχι λιγότερο, προορισμένες απλώς να με καθυσηχάσουν και σαν ψεύτικος εφησυχασμός να με εκθέτουν σε μέγιστο κίνδυνο. Όχι, τελικά δεν παρακολουθώ όπως νόμιζα τον ύπνο μου, εγώ είμαι που κοιμάμαι ενώ ο εξολοθρευτής αγρυπνά”.
Στο σημείο αυτό η επιβεβαίωση της ασφάλειας εμφανίζεται πιο σημαντική από την ίδια τη ζωή μέσα στο Κτίσμα σε μια συνθήκη στην οποία το Κτίσμα εκπληρώνει το σκοπό της κατοικίας στο εξωτερικό του και όχι στο εσωτερικό. Η αίσθηση οικειότητας και η φιλοξενία για τον κάτοικό του επιτυγχάνεται όντας στο εξωτερικό του Κτίσματος και επιτηρώντας μπροστά στην είσοδό την ασφάλεια που επικρατεί στο εσωτερικό.
Στη συνέχεια όμως αμφισβητείται η εγκυρότητα της μεθόδου που δίνει αυτή την επιβεβαίωση. Το πλάσμα διαπιστώνει ότι αυτή η επιτήρηση της ασφάλειας δεν είναι ασφαλής, οι δοκιμές είναι αναποτελεσματικές στο βαθμό που οι κρίσεις αφορούν σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στην άμεση εμπειρία. Εμφανίζεται στο σημείο αυτό η συνάφεια με την περίπτωση της υπνοβασίας καθώς και αυτή είναι μια κατάσταση στην οποία αναφέρεται κανείς με τη συνείδηση αυτού που βρίσκεται έξω απ’ αυτήν. Έτσι, ενώ η παρακολούθηση της εισόδου σε πλήρη εγρήγορση μοιάζει με άυπνη κατάσταση, είναι τελικά μια ψευδαίσθηση αυτής. Η εμμονή στην προσηλωμένη επαγρύπνηση δημιουργεί μια νέα συνθήκη ύπνωσης και μάλιστα υπνοβατική, άρα και πιο επικίνδυνης. Ο ήρωας βρίσκεται πάλι στη θέση του υπνοβάτη που βρίσκεται σε συνθήκη κινδύνου ενώ νομίζει ότι κοιμάται ασφαλής στο κρεβάτι του. Το “ξύπνημα” απ’ αυτήν την υπνοβασία είναι η συνειδητοποίηση ότι ο κίνδυνος είναι πάντα παρών ως δυνατότητα και η επανάπαυση στην υποτιθέμενη ασφάλεια δεν είναι παρά μια ακόμη πιο επικίνδυνη κατάσταση.
Mπροστά στην είσοδο, λοιπόν, συμβαίνει η συνύπαρξη, ύπνου, ξύπνιου και υπνοβασίας στο ίδιο πρόσωπο.


Ο Deleze στο βιβλίο του “Ο Προυστ και τα σημεία” αναφέρει ότι “Να φυλακίζεις είναι ακριβώς να παίρνεις τη θέση αυτού που βλέπει χωρίς να τον βλέπουν[1] .Ποιος φυλακίζει όμως ποιόν μπροστά στην είσοδο; Αρχικά ο ήρωας φυλακίζει τον εαυτό του που κοιμάται ενώ στη συνέχεια ο εχθρός που καιροφυλαχτεί φυλακίζει τον ήρωα. Ο ήρωας δηλαδή βρίσκεται σε μια διπλή φυλάκιση. Η παρατήρηση της εισόδου απ’ έξω, γίνεται μια διπλή ματαίωση αφού τα συμπεράσματά της δεν είναι ασφαλή κι αυτός που φυλάει την ασφάλεια βρίσκεται ήδη φυλακισμένος από τον ίδιο τον κίνδυνο. Η απαίτηση για αντικειμενική επιβεβαίωση της ασφάλειας του Κτίσματος είναι μια διπλή παγίδευση.


04_ δυσλειτουργία
Μπροστά από την είσοδο το πλάσμα ομολογεί: “Σ’ αυτό το σημείο είμαι θνητός”. Το ατελές σημείο του κτίσματος γίνεται η χωρική αποτύπωση της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης, της θνητότητας. Ο φόβος της διάβασής του ορίου της υπό αυτό το πρίσμα είναι ο φόβος του επικείμενου θανάτου. Είναι η επίγνωση της ύπαρξης αυτού του σημείου που επιφέρει μια μόνιμη κατάσταση αγωνίας στον κάτοικο της, που είναι η υπαρξιακή αγωνία της μη αποδοχής του θανάτου.
Από την άλλη, η γνώση αυτής της δυσλειτουργίας αποτελεί ένα “ξύπνημα” για τον κάτοικο που μέχρι τότε ζει στον υπνοβατικό εφυσηχασμό. Η δυσλειτουργία της εισόδου αποκαλύπτει ότι το Κτίσμα δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι, όπως στην υπνοβασία το σώμα δε βρίσκεται στη θέση που θα έπρεπε να είναι. Το πλάσμα στην πραγματικότητα κινδυνεύει και γι΄ αυτό η αποκάλυψη της δυσλειτουργίας αποδεικνύεται σωτήρια καθώς φανερώνει την πλάνη.
Αυτή η δυσλειτουργία θα μπορούσε να ειδωθεί από την οπτική του Heidegger σύμφωνα με τον οποίο η αφετηρία του στοχασμού είναι η παθογένεια στην καθημερινότητα. Η δυσχρηστία είναι η αρχή των αποφαντικών κρίσεων και της γέννησης της κριτικής. Με τη δυσλειτουργία ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί τις λειτουργίες κάθε αντικειμένου, απομονώνοντάς το, βλέποντάς το καθ’ εαυτό, θεματοποιώντας τις ιδιότητές του. Ο ίδιος ο χώρος θεματοποιείται μόνο σε δυσλειτουργικές καταστάσεις. Στο Κτίσμα η δυσλειτουργία της εισόδου αίρει την ομοιομορφία του υπνοβατικού χώρου του λαβυρίνθου, δημιουργώντας τη γιγάντωση του σημείου της αϋπνίας.

Στο ίδιο πνεύμα και ο Deleze[2] υποστηρίζει ότι στην αλήθεια ωθεί ένα είδος βίας. Η σκέψη και η αναζήτηση του Αληθινού, γίνονται κάτω από πίεση και καταναγκασμό. Η νόηση επιστρατεύεται με τον κίνδυνο, όπως συμβαίνει και με τον κάτοικο του Κτίσματος που κινητοποιείται εκ των υστέρων και όχι κατά την φάση της κατασκευής του. “Η ανησυχία μέσα στην ευτυχία δεν οδηγεί πουθενά”, αναφέρει. Η ματαίωση της ασφάλειας του Κτίσματος είναι εκείνη που κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις. Σύμφωνα με το Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης[3] η ματαίωση ορίζεται ως η κατάσταση του υποκειμένου όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με την άρνηση και θεωρείται παθογόνος από τη στιγμή που αναφέρεται στη μοναδική ικανοποίηση που απαιτεί το υποκείμενο.
Στο διήγημα η ύπαρξη ή η υποψία του “άλλου”, η ύπαρξη της ετερότητας είναι η ματαίωση που κλονίζει τον μέχρι τότε τρόπο ύπαρξης του πλάσματος. Η απαίτηση για ησυχία που κινδυνεύει από το θόρυβο, το κρυφό που κινδυνεύει από το βλέμμα, το ασφαλές σημείο που μπορεί να γίνει το προδοτικό σημείο, το ειρηνικό κτίσμα που γίνεται αμυντικό, η διαφυγή που γίνεται παγίδα, είναι μερικές από τις διαδοχικές ματαιώσεις που προκαλούν τη διατάραξη της κατοικίας και επιφέρουν στον κάτοικο το παθολογικό άγχος. Είναι η προσκόλληση σε μια κατάσταση που επιφέρει την παθολογία στην ανακάλυψη του αντιθέτού της.
[1] Deleuze Gilles, Ο Προύστ και τα σημεία, εκδ. Ράππα, σ.165.
[2] Ό.π. σ.29.
[3] J. Laplanche και J.- B. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, εκδ. Κέδρος,1986, σ.304.

Thursday, February 8, 2007

διαταραχή κατοικίας

Η κλινική σημασία του όρου “διαταραχή κατοικίας” είναι εκείνη της δυσανεξίας για το σπίτι που ζει κανείς και ταυτόχρονα της κατάρρευσης της κατάστασης οικειότητας σ΄αυτό. Συναντάται κυρίως σε διαταραχές προσωπικότητας του σχιζοφρενικού φάσματος και σε οριακές καταστάσεις[1]. Ως λογοτέχνης ο Κάφκα περιγράφει καλύτερα και από έναν ψυχαναλυτή τον εσωτερικό του κόσμο, την επίφοβη και αγχωτική κατάσταση που βιώνει. Αποτυπώνεται στον τρόπο που ζει και χτίζει τη φωλιά του το πλάσμα. Ο τρόπος που σκέφτεται, ο τρόπος που Είναι στον κόσμο, το κατοικείν του, εμφανίζεται στο κτίζειν του, για να θυμηθούμε το συσχετισμό που πραγματοποιεί ο Heidegger[2].

Στη μελέτη αυτή η κατοικία εννοείται τόσο κυριολεκτικά, ως το σπίτι που διαμένει κανείς όσο και ως κατάσταση ύπαρξης στον κόσμο. Η διαταραχή κατοικίας λοιπόν, αποτελεί μια διαταραχή του Είναι στον κόσμο, ένας αναυθεντικός τρόπος ύπαρξης που αποτυπώνεται στο Κτίσμα του πλάσματος.

Το Κτίσμα ως κατοικία αναιρεί τις έννοιες της οικείωσης, της ασφάλειας και της φιλοξενίας με τις οποίες είναι συνυφασμένη η λειτουργία μιας κατοικίας. Αντί της αίσθησης οικειότητας που αναδύεται από την γαλήνια εμπλοκή με τα πράγματα και τους άλλους, ο χώρος του κτίσματος δημιουργεί ανασφάλεια. Είναι εκείνο που αντί-κειται, που αντι-τίθεται, που εγείρει αντι-στάσεις, αμφιβολίες και προβληματισμούς. Αντί της φιλοξενίας και της υποδοχής το κτίσμα απαγορεύει την είσοδο άλλων στο εσωτερικό του. Ο ιδιοκτήτης του δηλώνει χαρακτηριστικά: “εγώ το έχτισα για λογαριασμό μου και όχι για επισκέψεις”. Πολύ περισσότερο όμως, στην πορεία του διηγήματος το Κτίσμα αρνείται τη φιλοξενία και στον ίδιο τον κάτοικό του.

Είναι απερίγραπτα δαιδαλώδες, όπως και οι συνειρμοί του ιδιοκτήτη του, αφιλόξενο και απρόσιτο, όπως ο ίδιος, με μια απόλυτη εσωτερικότητα, όπως το πλάσμα που χαρακτηρίζεται από μια μοναδική εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση. Ευάλωτο και κυρίως σιωπηλό όπως τον ιδιοκτήτη του που αποστρέφεται τους θορύβους και την ίδια την ομιλία. Το κατασκευαστικό σχέδιο του κτίσματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια χαρτογράφιση της εσωτερικής κατάστασης του πλάσματος.
[1] L.Binswanger- L.A.Sass- Γ. Βασιλάκος, Παθογραφίες, Εντροπία, Αθήνα, 2001. σελ.124.
[2] M. Heidegger, Bauen Wohnen Denken(1951)

Το διήγημα εμφανίζει στο μεγαλύτερο μέρος του τα χαρακτηριστικά ενός υπνοβατικού συστήματος όπως αυτό έχει εξετασθεί στα πλαίσια του σεμιναρίου. Είναι δηλαδή ένα κλειστό σύστημα κίνησης σε δεδομένες και γνωστές συνθήκες χώρου, με μια συνεχή ανανέωση του χρόνου -μια επανάληψη που φαίνεται και από τον τρόπο που τελειώνει το διήγημα- και ένα ισχυρό αποβλέπειν που είναι η εξουδετέρωση του εχθρού και η επίτευξη του ασφαλούς καταφυγίου.
Από την άλλη υπάρχουν στιγμές ρήξης αυτού του συστήματος. “Ξυπνήματα” αποκάλυψης της πλανερής ασφάλειας -όπως το ξύπνημα του υπνοβάτη που βρίσκεται στην άκρη του μπαλκονιού και όχι στο κρεβάτι του- στιγμές τραυματικής ματαίωσης που οδηγούν στην αϋπνία. Κι αυτό γιατί δημιουργούν νέα δεδομένα που απαιτούν επαγρύπνηση και υπερδιέγερση στο βαθμό που προκαλούν Άγχος. Αυτό όμως είναι μια νέα συνθήκη εγκλωβισμού και σύγχυσης σε μια παραμορφωμένη από το θυμικό πραγματικότητα όπου τα πράγματα γιγαντώνονται και φαντάζουν απειλητικά στην προσπάθεια να λυθεί αυτό που βασανίζει, να επουλώθει το τραύμα.
Οι δυο αυτές συνθήκες εναλλάσσονται και τελικά στο διήγημα εμφανίζεται μια διαρκής εναλλαγή υπνοβατικών και άυπνων καταστάσεων. Αυτός που αγρυπνά, αυτός που βλέπει και αυτός που υπνοβατεί εναλλάσσουν ρόλους σε μια κατάσταση διαταραχής κατοικίας.

περιγραφή διηγήματος

Το διήγημα περιγράφει τη διαμονή ενός ζώου στην υπόγεια κατοικία του στην οποία επιδιώκει την ασφάλεια ενός καταφυγίου. Πρόκειται για μια κίνηση επίσχεσης στον εαυτό, μια άρνηση του κόσμου που αποτυπώνεται στην κρυμμένη φωλιά, στο ρίζωμα ενός λαγουμιού. Όλη η δόμησή του στηρίζεται σε μια κατασκευαστικότητα και μια αισθητική του κρυμμένου που οργανώνει στο εσωτερικό του κτίσματος έναν τόπο απουσίας του εξωτερικού κόσμου και της εχθρότητάς του. Η μόνη επικοινωνία του κτίσματος με τον εξωτερικό κόσμο είναι αυτή που του εξασφαλίζει την αυτάρκεια: μια είσοδο και μικρές, ακίνδυνες στοές που επιτρέπουν τη διέλευση του αέρα και των μικροθηραμάτων.
Το Κτίσμα που συγκροτείται από στοές, γαλαρίες και διαδρόμους είναι ένας πραγματικός λαβύρινθος που αντανακλά και συνδιαμορφώνει τη δαιδαλώδη σκέψη του κατοίκου του και χαρακτηρίζεται από τον ίδιο, ως οχυρό. Όλη η περιγραφή της φωλιάς έχει γίνει για να ξεγελάσει τον εχθρό αλλά τελικά δημιουργεί μια παγίδα για τον ίδιο.
Έτσι, ενώ στην αρχή του διηγήματος εμφανίζεται να βιώνει μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή, όπως αναφέρει: “κοιμάμαι τον γλυκό ύπνο της ειρήνης, της ικανοποιημένης επιθυμίας του πραγματοπιημένου στόχου ενός σπιτικού”, στη συνέχεια η συνειδητοποίηση της ενδεχόμενης εισβολής του εχθρού αναιρεί όλη την μέχρι τότε θεώρησή του για το κτίσμα. Η γνώση αυτή είναι ένα βίαιο ξύπνημα που τον βγάζει από την ψευδαίσθηση. Έκτοτε στρατεύεται στον εντοπισμό, στην αναγνώριση και εξουδετέρωση του εχθρού. Βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς άμυνας στην οποία ενισχύει διαρκώς το κτίσμα και τα μέτρα προστασίας του δρώντας με μια αμφιθυμική αναποφασιστικότητα. Σε μια κατάσταση κυριευμένη από το θυμικό επιδίδεται σε ένα νέο κτίζειν. Κάνει σπασμωδικές κινήσεις που διαταράσσουν τη γαλήνη της φωλιάς, αφήνοντας ίχνη που προδίδουν το κτίσμα, στην προσπάθειά του να το διορθώσει. Το πλάσμα είναι κυνηγημένο, σε αδιέξοδο και το διήγημα τελειώνει ή μάλλον διακόπτεται.